νταμπλ

νταμπλ
το
άκλ. (αβλ.) η κατάκτηση ετήσιου πρωταθλήματος και κυπέλλου από την ίδια ομάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. double < λατ. duplus «διπλάσιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ΑΕΚ — (Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως). Αθλητικός σύλλογος (σήμερα έχει εταιρικό χαρακτήρα), με σημαντικές διακρίσεις, ιδίως στον ομαδικό αθλητισμό. Η προϊστορία της πρέπει να αναζητηθεί στη δράση των ελληνικών αθλητικών σωματείων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”